Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το πόσιμο νερό

См. также в других словарях:

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • αθάνατο νερό — Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, είναι νερό θαυματουργό που η πόση του, ο ραντισμός ή το βάπτισμα σε αυτό κάνει τον άνθρωπο αθάνατο. Η παράδοση αυτή ανάγεται στην αρχαιότητα. Α.ν. ήταν το Στυγός ύδωρ του Άδη, εκεί όπου η Θέτιδα βάφτισε τον Αχιλλέα… …   Dictionary of Greek

  • αφαλάτωση — Η αφαίρεση του άλατος που περιέχεται σε μια ουσία. Λέγεται και αφάλιση. Η ανάγκη παραγωγής πόσιμου νερού από τα μεγάλα αποθέματα του θαλασσινού ώθησε την τεχνολογία να αναζητήσει μεθόδους μετατροπής, έπειτα από μια ειδική κατεργασία, του αλμυρού… …   Dictionary of Greek

  • πόσιμος — η, ο / πόσιμον, ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α (για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα») αρχ. (ο τ. πότιμος) 1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • Δρύαλος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 48 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στη δυτική Μάνη, στις δυτικές πλαγιές του όρους Σαγγιάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. Στην περιοχή του Δ. βρίσκονται δύο αξιόλογα… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • υδραγωγός — ο, / ὑδραγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» ο υδροσωλήνας β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.) νεοελλ. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός α) τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • κλάρος — Αρχαία πόλη στη Λυδία της Μικράς Ασίας, κοντά στην Κολοφώνα, ερείπια της οποίας σώζονται κοντά στο σημερινό Ντεζιρμεντέρε. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών Ελλήνων συγγραφέων (Θουκυδίδη, Παυσανία, Στράβωνα κ.ά.), εκεί βρισκόταν το περίφημο μαντείο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»